καυτόν

καυτόν
καυστός
burnt
masc acc sg
καυστός
burnt
neut nom/voc/acc sg
καυτός
burnt
masc acc sg
καυτός
burnt
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καὐτόν — αὐτόν , αὐτός self masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτός — (I) και καυστός, ή, ό (ΑΜ καυτός και καυστός, ή, όν) [καίω] αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.) νεοελλ. ζωτικός, βασικός («καυτά… …   Dictionary of Greek

  • προκαυτεύω — Α θυσιάζω κάτι ως προκαταρκτική προσφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καυτεύω < καυτόν, ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τής μτχ. καυτός τού καίω, με σημ. «θυσία, προσφορά για τους νεκρούς»] …   Dictionary of Greek

  • τετραστάτηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάτηρον νόμισμα αξίας τεσσάρων στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στατήρ, ῆρος (πρβλ. δεκα στάτηρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”